
(Τη φωτογραφία της γιαγιάς Φούλας την περιμένω από στιγμή σε στιγμή με ACS. Όπως με πληροφόρησε η θεία η Χρίστα δεν είχε πετύχει η αρχική κόμωση και χρειάσθηκε επανακατσκευή.)
Λοιπόν εγώ σας το γράφω για να το θυμάστε! Μ’αυτόν το τύπο της νονάς μου δεν θα τα πάμε καθόλου καλά. Μόλις δει τους δικούς μου κατεβάζει μούτρα. Και να πώ ότι του κάναμε και κάτι κακό? Να είναι συνεπής στις υποχρεώσεις του απένατι στο βαπτιστήρι της γυναίκας του. Αυτό είναι όλο.
Για να μη σας κουράζω κάποια στιγμή δημιουργήθηκε στην οικογένεια μου καποιο μικρό πρόβλημα ρευστότητας. Συνιθισμένο φαινόμενο όταν η FED μείωνει τα επιτόκια με αποτέλεσμα να υπάρχει μια μικρή κάμψη του Dow Jones και ο Nasdaq φτάνει τις 2350 μονάδες. Αν και ο μπαμπάς λογώ των συχνών ταξιδιών του στην Ελβετία, έχει επενδύσει σε ελβετικά φράγκα, παρ’ όλα αυτά το πρόβλημα μας ακούμπησε. Έγινε ένα meeting στη κουζίνα του σπιτιού μας και αποφασίσθηκε να αντλήσουμε χρήματα με το project «ΠΕΡΠΑΤΟΠΙΤΑ»! Στα οικονομικά δεν φτάνω το μπαμπά μου, όμως στη τελευταία συνέντευξη του στους «Φαινανσιαλ Τάιμς» που είχα υπ’ όψιν μου, ο Άλαν Γκρίσπαν δεν είχε αναφερθεί στο project αυτό.
Στη Βορεια Ελλάδα, με κέντρο τη Θράκη και ειδικά το νομό Έβρου, στο χωριό Καστανιές με κύριο σημείο το σπίτι του Γκουγκουλίδη, υπάρχει το έθιμο της περπατόπιτας! Δηλαδή μόλις περπατίσει το νεογνό φτιάχουν μια πίτα και την πηγαίνουν στο νονό να την χρυσώσει! Βέβαια εγώ δεν περπατάω ακόμη αλλά αυτό δεν είναι το ζητούμενο! Κάποια στιγμή θα περπατήσω, τι σήμερα τι αύριο, το ίδιο κάνει. Σημασία έχει η προσφορά! Και στο κάτω-κάτω της γραφής δεν απαιτώ από το νονό και κάτι παράλογο. Αυτά που δικαιούμε σαν βαπτιστήρι!
Ετσι ξεκίνησε η μαμά να απλώνει φύλλα και με γέμιση από πληγούρη έφτιαξε μια πίτα. Την έβαλε στο φούρνο την έψησε και το βραδάκι στολιστήκαμε οικογενειακώς, πήρε ο μπαμπάς την πίτα στα χέρια και τραβήξαμε κατα της νονάς μου το σπίτι. Βάσκανος μοίρα, στο κτύπημα του κουδουνιού μας άνοιξε αυτός ό τύπος της νονάς, Γιάννη νομίζω τον λένε.
-«Το παιδί περπάτησε, σας φεραμε περπατόπιτα, ...χρύσωσε!» είπε χαμογελαστή και καλοσυνάτη η μαμά.
-«Μάλλον πρέπει να σας κοιτάξει γιατρός» απάντησε, «ότι ήταν να δώσουμε, δώσαμε , τα νεότερα το πάσχα!»
-«Μα το παιδί περπάτησε» αντέτινε η μάμη μου.
-«Δεν δίνω μία» αυτός το χαβά του.
Επί δέκα λεπτα μας κρατούσε στην είσοδο αρνούμενος τη «Περπατόπιτα». Ευτυχώς άκουσε η νονά μου, και μας έμπασε στο σπίτι. Αυτός θα μας κρατούσε ακόμη στην εξόπορτα. Αλλά δεν τελειώσαν εδώ τα βάσανα γιατί συνέχισε να αρνείτε να εκ-«πληρώσει» τις υπόχρεώσεις του.
-«Σιγά μην περπατάει! Αυτός δεν μπορεί να σταθεί στο κωλο του» φώναξε
-«Έλά μωρό μου δείξε στο νονό πως περπατάς» μου είπε η μανούλα μου γλυκά.
Άρχισε λοιπόν ένας Γολγοθάς για μένα. Με κρατούσαν και ξαφνικά με άφηναν. Αυτομάτως εγώ σοριαζόμουνα κάτω και άντε απ’ την αρχή το σχέδιο. Για να μη τα πολυλογούμε με λυπήθηκε η νονά μου, άνοιξε το πορτοφόλι της και εξεπλήρωσε το χρέος της.
Λοιπόν αυτός ο τύπος –ο Γιάννης- είναι ένας γύφτος του κερατά. Τον συχάθηκε η ψηχή μου. Όλη τη διάρκεια της παραμονής μας στο σπίτι μας κοίταζε έτοιμος να μας κατασπαράξει. Μαύρο φαγητό κάναμε στο τραπέζι που μας κάνανε.
Το δράμα μου είναι τα Σαββατόβραδα. Από νωρίς αρχίζουν κάτι περίεργες κηνήσεις, Φιλάκια από όλους, αγκαλίτσες, και «τι καλό μωρό που είναι...»! Ξαφνικά εμφανίζεται η μαμά με μαλλί «γειάααα μας», ο μπαμπάς κάνει αυτοβούλος, μπάνιο (σε normal καταστάσεις το μπάνιο του μπαμπά γίνεται σε ατμόσφαιρα Βαγδάτης-Καταιγίδας Ερήμου), και η αδελφemo τρέχει σαν τρελή ανάμεσα στο δωμάτιο της και το μπάνιο κτυπώντας πίσω της τις πόρτες.
Πρώτος την κάνει με μκρά πηδηματάκια ο πατερούλης μου. Μου λένε χαμογελαστοί ότι πάει για δουλειά. Μετά η μανούλα μπλαστρομένη με κρέμες προσώπου και πατσουλί με φιλά και μου λέει ότι πάει στο γιατρό αφήνοντάς με στην αδελφemo. Αυτή σε χρόνο dt κι ενώ εγώ πλαντάζω στο κλάμα με πέτάει στο ισόγειο του σπιτιού μας όπου ζούν ο παππούς και η γιαγιά. Εκει, μεταξύ πορδής, ρεψίματος και ροχαλιτου παιρνάω τα Σαββατοβράδα.
Αφιέρώνω λοιπόν στον εαυτό μου και σ' όλους τους συνομήλικούς μου που περνάμε αυτά τα μαύρα Σαββατόβραδα, το τραγούδι της θεάς Άτζελας:
«Φωτια στα Σαββατόβραδα να μην ξαναγυρίσουν, αυτοι που μείναν μοναχοί να μην ξαναδακρίσουν»
Η ΓΕΝΝΗΣΗ
Το να είσαι στα ζεστά και στην ηρεμία-εντάξει, μερικές φορές τα τσιφτετέλια της μαμάς μου φέρναν ναυτία, αλλά μάνα μου είναι τι να τη κάνω?- να μη σκοτίζεσαι για τίποτα και ξαφνικά να βρεθείς στο κακό χαμό χειμωνιάτικα δεν είναι και το καλύτερο.
Με μια σειρά κακών υπολογισμών, κατάφεραν να γεννηθώ στις 9 Δεκεμβρίου. Δεν ήταν παγετός αλλά όπως και να το κάνεις το να σε ξεσκατίζουν καταχείμωνο δεν είναι αυτό που φαντάζεσαι άμα τη αφίξει σου στο μάταιο τούτο κόσμο. Παρόντες στη κλινική όλοι: ο μπαμπάς ο Νάσος (τότε τον φώναζε η μαμά Νάσο) ο παππούς ο Χαρίλαος-δεν είχε προκύψει ακόμη θέμα ονόματος- με τη γιαγιά Μαρία και βέβαια η γιαγιά η Φούλα (ξανθό μες μαλλί, νύχι βαμένο φωτιά, γυαλί με χρυσό σκελετό, σιτεμένη Κάρλα Μπρούνι) διευθυντρια-υπεύθυνη δωματίου λεχώνας!
ΕΙΣΑΓΩΓΗ-ΤΟ ΟΝΟΜΑ
Να ξεκινήσω απ’ τα δύσκολα! Πριν γεννηθώ ακόμη, προέκυψε ένα μεγάλο ερώτημα. Πως θα με ονομάσουν? Τέτοιου είδους ερωτήματα προκύπτουν μιά φορά στη ζωή κάθε ανθρώπου, και την απάντηση δυστυχώς δεν την δίνει ο ενδιαφερόμενος.
Ο μπαμπάς μου ο Θάνος (τότε τον φωνάζαν Σάκη), που μόλις είχε αναλάβει την διοίκηση της οικογενείας από τη μαμά μου, είχε δώσει γραμμή για ΧΑΡΙΛΑΟΣ, το όνομα του πατέρα του και παππού μου. Σ’ αυτο συμφωνούσε και η νονά μου, σοβαρή και ευπρεπής κοπέλα. Όμως ο σύζυγος της νονάς μου καθώς και ή μαμά μου –αποφεύγω να κάνω οποιοδήποτε χαρακτηρισμό γι’ αυτούς τους δυο- είχαν επιλέξει το όνομα ΦΩΤΗΣ, όνομα που έφερε επαξίως η γιαγια μου και μητέρα της μαμάς μου, η Φούλα, από τις εσχατιές τις Ελλάδος, τις Καστανιές Έβρου (το Φούλα είναι εξευγενισμένο παράγωγο του ονόματος Φωτεινούλα).
Τελικώς επεκράτησε η άποψη του μπαμπά μου, μιας και η ψήφος του, μετά την κατασκευή του νέου σπιτιού μας, πιάνεται διπλή.